- αγιάζομαι
- αγιάζομαι, αγιάστηκα, αγιασμένος βλ. πίν. 36——————Σημειώσεις:αγιάζω, αγιάζομαι : χρησιμοποιείται κυρίως στην ενεργητική φωνή, με ενεργητική και παθητική διάθεση (→ κάνω κάτι άγιο ή γίνομαι άγιος).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἁγιάζομαι — ἁγιάζω pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγιάζω — αγιάζω, άγιασα και αγίασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: αγιάζω, αγιάζομαι : χρησιμοποιείται κυρίως στην ενεργητική φωνή, με ενεργητική και παθητική διάθεση (→ κάνω κάτι άγιο ή γίνομαι άγιος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ՍՐԲԱՆԱՄ — (ացեալ.) NBH 2 0760 Chronological Sequence: Early classical չ. ՍՐԲԱՆԱԼ. ἀγιάζομαι sanctificor. Սուրբ լինել. սրբիլ. նուիրիլ. եւ Արդարանալ. եւ Պարկեշտանալ. *Գարշեցուցանել զանուն սրբացելոցն (կամ սրբեցելոցն) իմոց (ինձ). Ղեւտ. ՟Ի. 3: *Քանզի ետես զահն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)